- ἐπεσμαράγησαν
- ἐπί , εἰσ-μαράσσωaor ind pass 3rd pl (homeric ionic)ἐπί-σμαράσσωaor ind pass 3rd plἐπί-σμαραγέωcrashaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισμαραγώ — ἐπισμαραγῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ 2. ψάλλω δυνατά («νέον ὕμνον ἐπεσμαράγησαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμαραγώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek